Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

ΚΕΡΑΣΟΒΟ




     Η Αγία Παρασκευή ( Κεράσοβο ) είναι ένα  ορεινό κεφαλοχώρι του Δήμου Κόνιτσας του Νομού Ιωαννίνων. Είναι χτισμένο στις βορειοδυτικές πλαγιές του Σμόλικα, σε υψόμετρο 970m.  Απέχει από την Κόνιτσα 27 χμ. και είναι το πιο ζωντανό χωριό στην περιοχή. Είναι ένα αυθεντικό  μαστοροχώρι με πλούσια πολιτιστική παράδοση και  αποτελούμενο κυρίως από μεγάλα δάση από οξιές, βελανιδιές και ρόμπολα , έχει μεγάλες δασικές εκτάσεις και βοσκίσιμες 63.763 στρεμ.Τα νερά του Κερασόβου πηγάζουν από τις πηγές του όρους Σμόλικα Οι  μόνιμοι κάτοικοι αυτου του χωριού οπου σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της ΕΣΥΕ, μετα την απογραφή πληθυσμού της 18ης Μαρτίου το 2001  ήταν 313 κατοικοι , η επιφάνεια με εσωτερικά ύδατα 66.097 τ.χμ και χωρις εσωτερικά ύδατα 66.092, η πυκνότητα πληθυσμού ανέρχεται στα 4,74 τ.μ  και τέλος ο μέσος σταθμικός υψομέτρου ήταν 960. Έπειτα  μια άλλη απογραφή μας έδειξε τον πραγματικό πληθυσμό που ήταν σύνολο 431, οι απογραφές στη κοινότητα ηταν 399 και αλλοδαποί 2. Ολοι λοιπόν οι κάτοικοι ασχολούνται με την κτηνοτροφία, κατασκευή - επισκευή σπιτιών, υλοτόμηση ,με γεωργία πολύ λιγότερο εφόσον δεν υπάρχουν κάμποι παρα μόνον άγονα μέρη που με μεγάλη προσπάθεια οι κάτοικοι τα καλλιεργούν για τις ανάγκες επιβίωσης.
    Είναι κτισμένο ανάμεσα από πυκνά δάση πεύκου, οξιάς, πυξαριού και ρόμπολου. Αριστερά και δεξιά του χωριού τρέχουν τα δύο ποτάμια ο "Κακόλακκος" και ο "Βουρκοπόταμος" με τα κρυστάλλινα και πεντακάθαρα παγωμένα νερά τους. Περιβάλλεται από δύο βουνοκορυφές με την ονομασία για την καθεμία Τζιούμα (τοπωνύμιο), που βρίσκονται βόρεια και νότια του χωριού και μία άλλη ανατολικά Ανήλιο (τοπωνύμιο - επειδή όλο το χειμώνα ο ήλιος δεν το βρίσκει) όπου ο δρόμος οδηγεί προς τα χωριά Φούρκα και Σαμαρίνα

   Για αυτούς που αγαπούν τη φύση και τους λάτρεις της ορεινής πεζοπορίας το χωριό και οι γύρω περιοχές του αποτελούν την ιδανική λύση. Υπάρχει ορειβατικό μονοπάτι που οδηγεί στην κορυφή του όρους Σμόλικα και αφού προσπεράσει τη Δρακόλιμνη οδηγεί νότια προς τα χωριά Άρματα - Πάδες - Παλιοσέλι.  Στην αρχή του μονοπατιού υπάρχει γκαλντερίμι όπως το απαιτεί η παράδοση του χωριού. Μετά από 4ώρες πορεία φθάνεις  στη Δρακόλιμνη και στη συνέχεια μετά από 1 ώρα πεζοπορία φθάνεις στη κορυφή Σμόλικας υψ. 2637 μ. Η επιστροφή είναι από την ίδια διαδρομή. Κάθε χρόνο λοιπόν το καλοκαίρι μαζεύεται η νεολαία του χωριού που έρχεται για διακοπές και διοργανώνει πεζοπορία με μία διανυκτέρευση στους πρόποδες του Σμόλικα. 


    Το έδαφος του χωριού  είναι τελείως ορεινό. Αποτελείται κυρίως από φλύσχνες και αργιλικούς σχιστόλιθους. Η υψηλότερη περιοχή από ασβεστόλιθο, αλλά και μάρμαρο. Αυτές οι περιοχές είναι ο Σμόλυγκας, τα Σουβλιά, ο Κλέφτης, το Ταμπούρι-Μπέκος, η Γύφτισσα. Έχει μικρά ωραιότατα οροπέδια, π.χ. Κάμπος, Μπιγκόζι, Μεγαγιάννη, Χαλασμένα, πλαγιές και μικρές καταπράσινες λοφοσειρές (τσιούμες δύο) δεξιά-αριστερά του χωριού, χαράδρες, και ξέφωτα μεγάλα.  Το Κεράσοβο  κατακλύζεται από τα νερά.. Πρώτα πρώτα τα δυο ποτάμια του, δεξιά-αριστερά του χωριού μας, τα ονομαζόμενα «Κακόλακκος» και «Βουρκοπόταμος» πηγάζουν από τον αγέρωχο γέρο Λύγκο. Έχουν πεντακάθαρα νερά, χειμώνα καλοκαίρι. Από αυτά ποτίζουν οι κάτοικοι τα χωράφια τους και τους κήπους τους. πέραν αυτού δίνανε υδραυλική δύναμη και λειτουργούσαν και οι 7-8 νερόμυλοι του χωριού , όπως και τα «μαντάνια» και οι «νεροτριβιές» όπου επεξεργάζονταν τα ρούχα και σκεπάσματα των κατοίκων τα παλιά χρόνια, αλλά και μέχρι τη δεκαετία του 1970.  Το υπέδαφος της περιοχής  δεν έχει μέχρι σήμερα καμιά εκμετάλλευση. Πιθανότατα υπάρχουν κοιτάσματα κασσίτερου, αργυρομόλυβδου, θειαφιού και κάρβουνου. Εκείνο που είναι σίγουρο και αδιαμφισβήτητο είναι ότι το Ινστιτούτο Γεωλογικών Μεταλλευτικών Ερευνών (ΙΓΜΕ) έχει αποφανθεί ότι διατρέχει κίνδυνο από κατολισθήσεις. Το φανερώνουν οι δρόμοι, τα σπίτια, οι καλύβες και τόσα άλλα. Το ΙΓΜΕ ισχυρίζεται ότι κάτω από το χωριό, σε μεγάλο βάθος, περνάει υπόγειος ποταμός.
   Η συνολική του έκταση, δηλαδή ο κατοικούμενος και υπαίθριος χώρος  με τα δάση του και τα καλλιεργήσιμα  εδάφη του  απλώνεται από το υψόμετρο των 500 μέτρων μέχρι την κορυφή του Σμόλυγκα 2,638 μέτρα. Το χωριό βρίσκεται στα 1040-1050 μέτρα. Το κλίμα που επικρατεί είναι το ηπειρωτικό, το ορεινό που παρατηρείται στους ορεινούς όγκους του Πίνδουν της Ηπείρου. Η νέφωση είναι πυκνή, η ηλιοφάνεια λίγη, μεγάλο χειμώνα με πολλές βροχές και χιόνια. Οι βροχές αρχίζουν το φθινόπωρο μέχρι το Μάιο. Η μέση θερμοκρασία είναι 21-22 βαθμούς.   Η διαφορά όμως είναι μεγάλη μεταξύ μέσης ελάχιστης και μέσης μέγιστης θερμοκρασίας και μεταξύ ημέρας και νύχτας, εξαιτίας των καθοδικών ψυχρών ρευμάτων που δημιουργούνται την νύχτα από τα ΒΑ υψώματα (Βέργου - Ζεκίρι) προς την κεντρική και δυτική περιοχή του χωριού . Παγετοί πολλοί τα παλιά χρόνια, αλλά και σήμερα ακόμη. Τα σημερινά χρόνια το κλίμα έχει αλλάξει πολύ. Δεν έχουμε άφθονα χιόνια, ούτε βροχές πολλές. Τα παλιά χρόνια , προμηθεύονταν οι Κιρασοβίτες πάγο από το βουνό  στα πανηγύρια και στις χαρές για συντήρηση των τροφών και κρύων ποτών. Λόγω λοιπόν αυτού του κλίματος, ήταν περιορισμένη η καλλιέργεια και μπορούσαν μόνο να καλλιεργηθούν προιόντα που άντεχαν σε υψόμετρο π.χ φασόλια, καλαμπόκια, σιτάρια και διάφορα  κηπευτικά για ιδιωτικής τους χρήσης. Οι  τοποι  που καλλιεργούσανε κάθε ιδιώτης ήτανε δομημένοι έξω από το χωριό. Τα σύνορα κάθε ιδιοκτησίας διαχωρίζονταν από ένα υπερυψωμένο έδαφος που λεγόταν όχθια. Στην καλύτερη περίπτωση υπήρχε και ένας πετρότοιχος που λεγόταν ξερότοιχος. 

 Ο χειμώνας ήταν αρκετά βαρύς, το καλοκαίρι ήταν ήπιο επιτρέποντας την καλλιέργεια διαφόρων οσπριών όπως διάφορων ειδών φασόλια , γίγαντες και καλαμπόκια, ωστόσο , λαχανικών και φρούτων. Οι συχνές καλοκαιρινές βροχές δρόσιζαν και αναζωογονούσαν τους κήπους. Στα κηπάρια τους σπέρναν εκτός από όσπρια και σπανάκι, μαρούλι, λάπατα, πατάτες, ντομάτες, πιπεριές. Το Μάρτιο πέρναν όλα τα λαχανικά εκτός από τα λάπατα που δεν τα ξερίζωναν γιατί δεν ξεπάγιαζαν. Τον Μάιο, τον Ιούνιο τα’ βγάζαν από τα κηπάρια για να φυτέψουν ντοπάτες και αγγούρια. Τα καταπράσινα οροπέδια του χωριού με τα κρύα νερά προσέφεραν βοσκή προβάτων, κατσικιών, και έτσι συνέβαλαν στην ανάπτυξη της κτηνοτροφίας.  Τον Άυγουστο κυνηγούσαν πέρδικες, φάσες και συκοφάγους. 
    Η χλωρίδα του χωριού μας είναι πλουσιότατη. Έχουμε φυτά του κήπου και του βουνού, τα άγρια. Πεύκα μαυρόφλουδα και ασπρόφλουδα (ρομπόλια-πεύκα, έλατα, οξιές, βαλανιδιές, κισσούς, πλατάνια, ιτιές, κρανιές, κέδρους, σφεντάνια, γιάβρους, καρυδιές, καστανιές, αμυγδαλιές, κουρτσιές, μηλιές, τσαπουριές και ότι άλλο φανταστεί ο άνθρωπος.  Την πανίδα αποτελούν τα ζώα, μικρά και μεγάλα που ζουν σε μια περιοχή. Τα ζώα χωρίζονται σε δυο κατηγορίες, τα άγρια του βουνού και τα οικόσιτα του σπιτιού. Άγρια έχουμε: καφέ αρκούδες, λύκους, λύγκους, αγριογούρουνα, αγριόγατες, ζαρκάδια, αγριόγιδα, λαγούς, αλεπούδες, βερβερίτσες, φίδια πολλών ειδών, σαύρες, γκουστερίτσες, χελώνες, ποντίκια και άλλα πολλά μικρά είδη. Τα οικόσιτα είναι λίγο πολύ γνωστά π.χ. πρόβατα, γίδες, αγελάδες, μουλάρια, γαϊδούρια κλπ. Από πουλιά, πολλών ειδών π.χ.χελιδόνια, αγριοπερίστερα, τώρα εξαφανίστηκαν, αετοί, πέρδικες, αηδόνια, κοτσύφια, φλώρια, κούκους, τσαλαπετεινοί, κοράκια, αγριόκοτες, κίσσες, νυχτοπούλια, γκιώνιδες, σπουργίτες, μπεκάτσες κ.λπ.

    Η πολεοδομική μορφή του χωριού μας είναι η λεγόμενη μονοκεντρική. Έχει ένα κέντρο στη μέση του χωριού που περιλαμβάνει το μεσοχώρι και τις δυο ανισόπεδες πλατείες. 
 Η πάνω πλατεία έχει την ενοριακή εκκλησία την ‘ Κοίμηση της Θεοτόκου’, και σκιάζεται από τον υπεραιωνόβιο πλάτανο, 109 χρονών.  Υπάρχει και κάτω πλατεία , με τον ξενώνα του χωριού, το μνημείο των Ηρώων με την προτομή της γεννήτρας Κερασοβίτισσας μάνας. Λίγο π ιο κάτω από αυτό, είναι το παλιό δημοτικό σχολείο, μισοεπισκευασμένο.
 
Γύρω από τις δυό αυτές πλατείες  είναι τα μαγαζιά του χωριού. Γύρω- γύρω δε οι γειτονιές ( μαχαλάδες ) . Τα παλιά χρόνια, ένα συστημα από καλντερίμια ξεκινούσε από το κέντρο αυτό, περνούσε στη μέση των μαχαλάδων και διασταυρώνονταν με άλλα που έφταναν μέχρι τα σπίτια και έξω από το χωριό. Τώρα ελάχιστα έχουν απομείνει. Τα  έφαγε το τσιμέντο. Ο ασφαλτοστρωμένος αυτοκινητόδρομος, μήκους ενός χιλιομέτρου από αρχής χωριού χωρίζει το χωριό στη μέση, στα δύο μέρη, δεξιά και αριστερά.  Ωστόσο η επαρχία Κόνιτσας φημίζεται για τα γεφύρια της. Η Αγία Παρασκευή περιτριγυρίζεται από γεφύρια που κατασκευάστηκαν με σκοπό να βοηθούν τους κατοίκους του χωριού που πηγαίνουν στα χωράφια τους και τα ζώα τους, αλλά και να γίνεται και < επικοινωνία > με τον γύρω κόσμο, χωριά και πόλεις όπως τα χωριά Σαμαρίνα, Φούρκα, Πουρνιά αλλα και με τις πόλεις Ιωάννινα ,  Γρεβενά και Κόνιτσα.

         Το χωριό  όπως ομολογούσαν οι γέροντες και οι γερόντισσες τα παλιά χρόνια, τώρα έμειναν ελάχιστοι απαρτίζονταν από τους τρεις συνοικισμούς (μαχαλάδες): α) του Κιρασόβου ή όπως επικράτησε Κερασόβου (λόγκα), β) του Ραχόβου ή Ριαχόβο και γ) του Πέρα ή Κάτω Μαχαλά. Στους τρεις αυτούς συνοικισμούς υπάρχουν ακόμη και σήμερα τοποθεσίες (τοπωνύμια) αλλά και ερείπια και σωροί από πέτρες και καλύβες που μαρτυρούν την ύπαρξη αυτών των οικισμών. Ο πρώτος και αρχαιότερος οικισμός του Λόγγα είναι παραφθορά της λέξης Λύγκα, που σημαίνει τόπος, χώρος του ζώου Λύγκου = μεταξύ σκύλου και τσακαλιού, εξ ου και το Λύγκος ή Λυγκών, αλλά οι Σλαύβοι πρόσθεσαν και τη λέξη Σμοκός που σημαίνει ποιμνιοστάσιο (στρούγκα) και έγινε Σμοκο-Λύγκος = Σμόλυγκας = Τσομπανόσκυλο. Ο θρύλος - παράδοση - διήγηση - μυθολογία λέει πως ο Λύγκος ήταν βασιλιάς και αυτός της Μακεδονίας και επιχείρησε να φονεύσει τον Τριπτόλεμο Μολοσσό βασιλιά της περιοχής , για να θεωρηθεί ότι αυτός διέδωσε την καλλιέργεια των δημητριακών. Θύμωσε όμως τότε η θεά της γεωργίας Δήμητρα και τον μεταμόρφωσε σε ζώο, εξ ου και το όνομα Λύγκος. Λέγεται στο χωριό  πως κάτω από τα σπίτια των Μακρυγιανναίων, κρύβονται στο χώμα πολλά αρχαία αντικείμενα, αγγεία, αμφορείς, ψηφιδωτά κ.ά. Ανασκαφές δεν έγιναν ποτέ. Ο οικισμός αυτός ήταν γύρω από  την Αγία Παρασκευή.

   
Το χωριό χωρίζεται σε μαχαλάδες - γειτονιές. Αυτές είναι: 1). οι Παπαγανναίοι, 2) Τζινάδες, 3) Ζηλάδες, 4) οι Γελαδαραίοι, 5) το «Βαρόσι ή Βαρόζι, που σημαίνει στην τουρκική διάλεκτο, χριστιανική συνοικία, 6) οι Μπαϋλάδες - Γουδούη, ρωμαϊκής καταγωγής που σημαίνει υπηρέτης - υπάλληλος, κομιστής, 7) οι Μωραϊταίοι, και το όνομα φανερώνει ότι ο γενάρχης τους ήταν στην καταγωγή του από το Μωριά, 8) οι Κωστάδες - Ζώηδες, 9) οι Οικονομαίοι - Μακρυγιάννηδες, 10) οι Τσουμπαναίοι που είναι κατάλοιπο της Σλάβικης λέξης Ζουμπάν, που σημαίνει αρχιτσέλιγκας αρχηγός φυλής ομάδας, ενός τόπου ή ενός ποιμνίου 11) οι Νταγκουβαναίοι, που το όνομά τους σημαίνει πολύ σηκληρός, αντοχής (Αλβανικό ντάλτε) και τέλος 12) οι Τέλληδες, που προέρχεται από την τούρκικη ρίζα teli=χορδή-σύρμα). Όλες αυτές  είναι οικογένειες που ζούν σε κάποιο μαχαλά είτε τον Κάτω,είτε  τον Πάνω είτε  τον κέντρικό .


     Τα  σπίτια γίνονταν στενόμακρα ορθογώνια,σαν τα σπιρτοκούτια και κάπου κάπου σε σχήμα  Γ ή Π.Όλα τότε γίνονταν λιθόκτιστα και με λασπόχωμα.

 Οι πιο εύποροι, οι πλούσιοι τα χτίζαν με ασβέστη και άμμο. Τα σχεδίαζαν έτσι, ώστε να είναι προσηλιακά και να βλεπουν απαραίτητα προς το νότο και στη πλευρα αυτή κάναν την είσοδο του σπιτιού (πόρτα). 
 Τα δίπατα και τρίπατα σπίτια σπάνιζαν. Άλλα ήταν μόνο ισόγεια, χωρίς κατώι ή κελάρι. Είχαν μία κάμαρη, οπού εκεί κοιμόντουσαν και στην άκρη στοιβαγμένα τα κλινοσκεπάσματα. Για κρεβάτια , η στρωματσάδα κάτω στο πάτωμα, δίπλα- δίπλα όλη η οικογένεια. Η άλλη κάμαρη χρησίμευε για αποθηκούλα για τα τρόφιμα. Στο χωριό τα περισσότερα σπίτια είχαν δύο κάμαρες, η μία χρησιμοποιούνταν για οντά και υπόγεια που ήταν αποθήκες ή βάζαν τα ζώα τους. Είχαν ό,μως και καλύβες για αποθήκευση ζωοτροφών και παραμονή των μεγάλων ζώων (αγελάδα, μουλάρι- γαιδούρι)ή των γιδιών και προβάτων.

     Έσκαβαν τα θεμέλια και σύμφωνα με τα έθιμα τους πρίν να βάλλουν το θεμέλιο λίθο , έφερναν τον παπά οι σπιτονοικοκυραίοι για τον αγιασμό. Με το αγιασμένο νερό, γέμιζαν τέσσερα μπουκαλάκια, όσες και οι γωνίες του σπιτιού και τα έβαζαν στις γωνιές των θεμέλιων. Έπειτα έσφαζαν αρνί στα θεμέλια( θυσία για να στεργιώσει το νέο σπίτι), ή συνήθως κόκορα, οι πιο φτωχοί, βάζαν το μεγάλο αγκωνάρι και μετα τις άλλες τρείς γωνίες των θεμελίων και ρίχναν όλοι τους χρήματα στα θεμέλια, που τα μοίραζαν οι μάστοροι ( τα τυχερά ).
    Ακολουθούσε φαγοπότι( το ζιαφέτι) με μεζέδες, λαγγίτες, και κρασί του σπιτονοικοκύρη, τα τραγούδια και πολλές φορές και χορός. Μετά το γλέντιο άρχιζαν το χτίσιμο των θεμελίων που ήταν συνήθως ξηρολιθιά και τον τοίχο, δουλεύοντας ζευγαρωτά οι μάστοροι. Ο καλύτερος μάστορας από το έξω μέρος του τοίχου και ο πιο κατώτερος ή πρωτόβγαλτος από το μέσα μέρος του τοίχου. Σε κάθε 50 ή 60 πόντους του τοίχου που χτίζαν βάζαν και ξυλοδέματα που ήταν από δαδί, πεύκο- ρόμπορο ή οξιά και πάνω σταυρωτά κάρφωναν κλάπες για να δέσουν και να συγκρατήσουν τον τοίχο, αφού ήταν και λασπόχτιστος. Κάναν και σκαλωσιές οριζόντιες (κρεβάτια) για να φτάνουν να δουλεύουν οι μάστοροι και να βάζουν και τις πέτρες. Αυτές τις ανεβάζουν κάνοντας πάσα ο ένας στον άλλο, χέρι-χέρι, ώστε να φτάσουν στις σκαλωσιές. Φόβος και τρόμος των μαστόρων ήταν να μην βρέξει όταν χτίζαν στους τοίχους. Φοβόντουσαν να μην γκρεμιστούν, αφού ήταν λασπόχτιστοι. Όταν γινόταν και η σκεπή, δεν υπήρχε πιά τέτοιος κίνδυνος. Στον καιρό της Τουρκοκρατίας χρησιμοποιούσαν καρφιά γύφτικα, που τα έφτιαχναν στα καμίνια τους οι γύφτοι, ήταν χονδρά και πολύ γερα. Με αυτά κάρφωναν ακόμη και τις πόρτες και παράθυρα για λόγους ασφαλείας.

    Η σκεπή( στέγη) γινόταν πάντοτε ξύλινη. Στηριζόταν σε γρεντιές, που ήταν δοκάρια χοντρά και μονοκόμματα  από δαδί πεύκου- ρόμπολου του χωριού που τα έκοβαν ψηλά στα κουτάρια του Βαθύλακου ή τη ξηρόλιμνη του Σμόλικα. Τις φέρναν από εκεί ψηλά σύροντάς τα με σκοινιά χοντρά ( τριχές )
οι άνδρες και οι γυναίκες.
 

     Μαζί με το σπίτι κατασκεύαζαν, πλακόστρωτη αυλή με μεγάλες και χοντρές πλάκες( καπάκια) που την χρησιμοποιούσαν και σαν αλώνι για αλώνισμα του σιταριού,  ή αν ο χώρος ήταν μικρός, φτιάχναν καλντερίμι για να αποφεύγουν τις λάσπες. Την αυλή την περιέφραζαν με ψηλό τοίχο, συνήθως ξηλολίθι και σκεπασμένο με μεγάλα  καπάκια που εξείχαν για να φεύγει το νερό της βροχής.

      Την αυλόπορτα την έχτιζαν με ξηρολίθι, τη σκέπαζαν με πετροπλάκες ντόπιες γκρίζες και ήταν ψηλή και φαρδιά να περνάει το μουλάρι ή το γαιδούρι φορτωμένο μέσα.




    Όσον αναφορά τα σχέδια των σπιτιών, όπως αναφέραμε τα περισσότερα σπίτια του χωριού ήταν και έιναι δίπατα και λίγα τρίπατα. Τα δίπατα αποτελούνταν από το πρώτο πάτωμα, το κατώι (υπόγειο) που χρησίμευε πρώτα σαν αποθήκη, οπου βάζαν τα τρόφιμα ( σιτάρι, αλεύρι και για τα ζώα κριθάρι, βρώμη, ρόβι). Τα αποθήκευαν βέβαια μέσα στα αμπάρια. Εκεί βάζαν ακόμη τα τυριά, τις αρμιές, τα βούτυρα. Στο απίτι σώζονταν πριν δύο τρία χρόνια το καδί  που βάζαν το βούτυρο επίσης και το καδί που βάζαν τον παστουρμά, συνήθως από αγελάδα, ο κάδος και άλλα μικρά καδιά για το κρασί, οι ντρομπόλες( ξύλινα δοχεία ) οπου χτυπούσαν το γάλα για να βγεί το βούτυρο.

    Το κατώι τότε και σήμερα ακόμη σε αρκετά σπίτια, ήταν το υποκατάστατο του ψυγείου για το καλοκαίρι και το χειμώνα, χρησίμευε και ως στάβλος για τα ζώα.

    Στο δεύτερο πάτωμα  ήταν το τζάκι, στην κάμαρα όπου καθόταν και κοιμόταν η οικογένεια  το χειμώνα και το καλοκαίρι. Ηταν το δωμάτιο που υποδέχονταν. Με το κατώι συνήθως επικοινωνούσαν και με εσωτερική ξύλινη σκάλα τη γκλαβανή ( καταπαχτή ) και με εξωτερική πόρτα από όπου βάζαν τα ζώα. Τα περισσότερα σπίτια είχαν την κρεβάτα, μικρός τόπος ξύλινος μπροστά  στην είσοδο του σπιτιού. Χρησίμευε για προφύλαξη από το κρύο το χειμώνα, αλλά και σαν αποθήκη. Εδώ βάζαν τα σακιά με τα μαλλιά, τα τόπια με το δίμιτο και μαντανίσια και όλα τα εργαλεία για την επεξεργασία του μαλλιού(αργαλιό, τσικρίκι, λανάρι) κ.α.

    Στη κάμαρα με το τζάκι υπήρχε η μεσάντρα και το σεντούκι με το ρουχισμό και τον χρησιμοποιούσαν και για κάθισμα των επισκεπτών. Αν η μεσάντρα ήταν μεγάλη, το κάτω μέρος αυτής το χρησιμοποιούσαν σαν αμπάρι, οπου βάζαν το σπόρο για την άλλη χρονιά.

   Τα περισσότερα σπίτια όμως διέθεταν και χωριστό δωμάτιο, το μαγειριό, συνήθως ασοβάτιστο. Εδώ , τοποθετούσαν όλα τα μεγειρικά σκεύη( κατσαρόλες, ταβάδες, ταψιά, τσουκάλια) την πιατοθήκη, κρεμούσαν τις μπούγλες ( ξύλινα δοχεία νερού ), τα γκούμια ( χάλκινα δοχεία νερού), ο νεροχύτης για το πλύσιμο των μαγειρικών σκευών. Ακόμη ήταν εκεί το σκαφίδι για το ζύμωμα του ψωμιού, τα μινακοτά (ξύλινες θήκες ) για να γίνει το ψωμί που οι Κερασοβίτισσες κάναν πάντα καρβέλια που ψήνονταν στο φούρνο που και αυτός βρίσκονταν συνήθως μέσα στο μαγειριό σε μια γωνιά. Μπροστά από την κρεβάτα, άλλα σπίτια, είχαν τη σκάλα, πετρόχτιστη  και αυτή και άλλο ένα τμήμα του σπιτιού που το έστρωναν με καπάκια μεγάλα που ταν άλειφαν με λάδι για να γυαλίζουν, τους δε αρμούς με ασβέστη για ομορφιά.

    Μερικά σπίτια είχαν δύο κατώγια και δύο δωμάτια, ένα καθιστικό και ύπνου και υποδοχής ( νοντά ). Το κάθε σπίτι είχε και έχει και σήμερα στην ανατολική γωνία του καθιστικού το εικονοστάσι με την εικόνα του αγίου του σπιτιού, την καντήλα, το θυμιατό, και το θυμιάμα.

    Τα τρίπατα είχαν δύο κατώγια, δύο τζάκια- καθιστικά και δύο για υποδοχή  (νοντάδες ). Δεξιά και αριστερά από την εξώπορτα έχτιζαν πεζούλια (μικροί τοίχοι ) για να κάθονται οι γυναίκες, όταν πλένουν ή γνέθουν και να ξεκουράζονται οι  άνδρες όταν γυρίζουν από τις δουλείες τους. Τα σπίτια στο χωριό πατώνονταν και ταβανώνονταν με σανίδια από τα νεροπρίονα της πλάκας και του βαθύλακου. Όσα σπίτια έχουν χαμηλό κατώι έχουν μαγκάλι για ν ‘ αερίζεται το πάτωμα, να μη σαπίσει από την υγρασία και να μπαίνουν οι γάτες να πιάνουν τα ποντίκια.

    Η τουαλετά ήταν τούρκικη και ήταν ξεχωριστό δωμάτιο έξω από το σπίτι όπως και το μαγειριό γιατι δεν ειχάν καντρική γραμμή νερού μέσα στο σπίτι αλλα μια βρύση στην αυή του σπιτιού και από εκεί μετακινούσαν με έναν κουβα το κατάλληλο νερό που χρειάζονταν.
 
 




   


              





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου